Πέμπτη 21 Ιουλίου 2016

Κάποτε στη Μύκονο: Ενα νησί που δεν υπάρχει πια... [σπάνιες photos]


Κείμενο: Βίκυ Νταλακώστα - Φωτογραφίες: Αρχείο

Ο καθένας έχει τη Μύκονο που του αξίζει. Στο 37° 27′ 0″ N, 25° 19′ 58.8″ E του χάρτη βρίσκονται πολλά διαφορετικά νησιά με το ίδιο όνομα: Η Μύκονος των δέκα χιλιάδων νοματαίων που περιμένουν ν' αδειάσει το νησί τους (και να γεμίσουν οι τσέπες τους) για να πιούνε κανένα τσίπουρο σαν ανθρώποι.

Η Μύκονος του αφοσιωμένου που επιστρέφει με τα παιδιά του στο νησί των νιάτων του. Η Μύκονος του κοσμοπολίτη. Του κοσμικού. Του σκαφάτου. Του ιδιοκτήτη βίλας. Του celebrit-ολάγνου. Του λαϊκού που σνομπάρει μεν αλλά κοιτάει ν' αρπάξει και λίγo ξέσαλο ιντερνάσιοναλ fun.

Του ultra-contemporary καμακιού που θα τη βγάλει στο μπαρ του super-paradise. Της κατ' επάγγελμα όμορφης που ψοφάει για 4 λεπτά διασημότητας στο Mykonos-tv. Υπάρχει όμως και μια άλλη Μύκονος. Χαμένη προ πολλού. Πλέον τη βρίσκεις μόνο ως κατάσταση του μυαλού.
Το πλοίον προσεγγίζει εντός δέκα λεπτών

«Είχαμε προχωρήσει έξω στον αλουέ του βαποριού, προς τη σκάλα εξόδου. Με μια έκφραση γεμάτη απορία και φόβο είδε το λιμάνι ν' απέχει τουλάχιστον ενάμισυ μίλι μακριά...

... Άσπρα από τον αέρα αγριεμένα κύματα κύκλωναν το βαπόρι, ενώ με μεγάλη προσπάθεια οι βάρκες που θα μας έβγαζαν έξω πλησίαζαν...

...Η πρώτη βάρκα είχε φτάσει και είχε πέσει δίπλα στη σκάλα, αλλά με τη «ρεστία» πότε βρισκόταν στο ύψος σχεδόν της κουπαστής του βαποριού και πότε στο τελευταίο από τα εικοσιπέντε σκαλοπάτια της σκάλας.».

Με τον μυκονιάτικο αέρα που τρομάζει και τους δαιμόνους, η εμπειρία «φτάνω στη Μύκονο» πρέπει να ήταν κυριολεκτικά για γερά στομάχια!

Είναι η Μύκονος του Ζάχου Χατζηφωτίου. Του ανθρώπου που αν και είναι κοσμοπολίτης βέρος, παλαιάς κοπής, πέρασε τρία καλοκαίρια ξυπόλητος στα καλντερίμια – έζησε εκεί τρία χρόνια σερί κάπου στη δεκαετία του '60 όταν πέσαν έξω τα βαπόρια του. Την αγάπησε με πάθος τη Μύκονο, είναι εμφανές. Κι έγραψε ένα βιβλίο με τις αναμνήσεις του από το νησί.

Ένα αφήγημα που αποτελεί μουσειακή καταγραφή βιωμάτων που δεν μπορούν πια να βιωθούν με τον ίδιο τρόπο στην εποχή της instant πληροφορίας. Το «Κάποτε στη Μύκονο» είναι ένα μυθιστόρημα (εκδόσεις Φερενίκη) που διαβάζεται νερό.

Δεν έχει καμιά σπουδαία πλοκή, ούτε θεματική πρωτοτυπία. Είναι ανάγνωσμα κατά δήλωση αυτοβιογραφικό, που σε πάει πίσω στην εποχή που οι Μυκονιάτισσες άσπριζαν κάθε μέρα και που τα ούζα στο καλυβάκι πάνω από την Ψαρρού διαρκούσαν μια αιωνιότητα και μια μέρα.

Ο Ζάχος με το κοφτό, ρετρό γράψιμό του φτιάχνει δυνατές εικόνες. Ακόμη και οι έρωτες της δεκαετίας του '60 έχουν ενδιαφέρον για τον ιστοριοδίφη του ερωτισμού - αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία. Το πιο μαγικό κομμάτι είναι η Μύκονος, το ξερονήσι που έχει τον τρόπο του να μαγεύει.

Σταχυολογώ εικόνες που προσωπικά με καθήλωσαν, έτσι όπως τις περιέγραψε ο Ζάχος Χατζηφωτίου. Η ουσία της Μυκόνου, η πάστα της. Η αποδόμησή της. Unplugged... η μουσική που κάνει σήμερα ανθρώπους να πληρώνουν 6.000 ευρώ για ένα τετραγωνικό μέτρο αυτής της σειρήνας που κανείς δεν είναι σίγουρος για ποιόν ακριβώς λόγο καταφέρνει να μαγεύει το διεθνές jet set επί δεκαετίες.



Το νερό νεράκι

«_Βρε παιδάκι μου πως να στο εξηγήσω. Έρχονται άνθρωποι φυσιολογικοί στη Μύκονο κι αρχίζουν: ''Ωραίο νησί, αλλά βρε εδερφέ, δεν έχει ένα δέντρο;''. Όχι κύριοι. Υπάρχουν ενενήντα νησιά στην Ελλάδα με δέντρα και πράσινο. Στη Μύκονο δεν έχει πράσινο. Ή μάλλον είχε. Είχε ένα πράσινο δέντρο.... πέρσι... Φέτος το ασβέστωσαν αυτό και πάει. Τους χαλούσε, λέει, το κάτασπρο τοπίο. Εδώ ασπρίζουνε τους δρόμους δυο φορές τη βδομάδα και θ' αφήσουν το δέντρο πράσινο;

... Η Μύκονος δεν έχει νερό να πιεις και να πλυθείς.

Όταν, καιρού επιτρέποντος φτάσει το καϊκι με προμήθειες από την Αθήνα, τότε βεβαίως υπάρχει άφθονο επιτραπέζιο νερό Λουτρακίου με τέσσερις δραχμές τη φιάλη. Συγγνώμη έκανα λάθος: Το νερό κάνει έξι δραχμές. Το γάλα κάνει τέσσερις. Το νερό Λουτρακίου, εκτός από πόσιμο ύδωρ, είναι εκπληκτικό και για ντους.
Με τρία μπουκάλια νερό, δηλαδή με 18 μονάχα δραχμές, μπορείς να κάνεις ένα θαυμάσιο ντους και να βγάλεις όλα τα αλάτια από πάνω σου.

Πάντως αυτό που λέμε ύδρευσις δεν υπάρχει.

Η Μύκονος έχει τρεις νεότευκτες μπετονένιες δεξαμενές, που ενώνονται με σωληνώσεις με όλα σχεδόν τα σπίτια του σπιτιού. Όταν ανοίξεις τη βρύση αυτή, αντί για νερό σου 'ρχεται ένα σφυριχτό αεράκι, που είναι μεγάλη ανακούφιση τις ζεστές μέρες. Βέβαια υπάρχουν και μέρες που οι βρύσες αυτές στάζουν νερό. Πέρσι -φερ' ειπείν- στο χρονικό διάστημα από 1η Μαΐου μέχρι 15 Σεπτεμβρίου, η βρύση μου έτρεξε νερό οχτώ φορές από μία ολόκληρη ώρα»



Μποφόρια ατέλειωτα

«Στη Μύκονο μόνο φυσά.

...Σύμφωνα με τα δελτία θυέλλης, που εκδίδονται από το λιμεναρχείο Μυκόνου με τη βοήθεια μετεωρολογικών οργάνων, η δύναμη του ανέμου μετριέται ως εξής:

Πρώτον: Όταν ο αέρας παίρνει μόνον τις καρέκλες της παραλίας, ονομάζεται «καρεκλάτος». Ίσον μποφόρια 7,5.

Δεύτερον: Όταν παίρνει και τα τραπέζια, ονομάζεται «τραπεζάτος». Ίσον μποφόρια 8,5.

Τρίτον: Όταν χτυπούν κι οι καμπάνες των εκκλησιών, τότε...»




Ωραίοι τρελοi

Οι Μυκονιάτες είναι τρελοί κι ήταν πάντοντε τρελοί. Λολοί όπως αυτοαποκαλούνται. Λολοί από τον αγέρα. Ο αγέρας τρελαίνει. Το ξέρεις;

....«Σ' αυτή τη γωνιά ακριβώς έξω από την πόρτα της έβγαζε η Ταρώ το «αγγειό» της. Το άφηνε εκεί όταν πήγαινε κατά τις δέκα να κοιμηθεί. Τη νύχτα κατά τις δύο με τρεις σηκωνόταν να κάνει την ανάγκη της. Έβγαινε λοιπόν, το έπαιρνε μέσα κι όταν τέλειωνε το ξανάβγαζε. Κατά τα ξημερώματα περνούσε ο «Μίστερ Μποχ» που τα μάζευε και τ' άδειαζε στα βαρέλια του. Τότε ακόμη δεν υπήρχαν βόθροι στη Μύκονο και αντί γι' αυτούς άδειαζε τ' αγγειά.»...

«Η Ανουσώ άνοιξε το σεντούκι και τα κεντητά σεντόνια της προίκας της κόρης της στρώθηκαν στο διπλό κρεβάτι από τη φιλόξενη χωριανή, για να ξαπλώσει η ξένη μουσαφίρισσα. Τα πιο όμορφα αισθήματα της γης κατοικούν σ' αυτά τ' απόμερα χαμόσπιτα.

Όταν ακούω καμιά φορά «αφιλόξενοι οι Μυκονιάτες», μ' ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι. Όχι, οι Μυκονιάτες είναι περήφανοι. Δεν σου δίνουν το σπίτι τους επειδή θα το πληρώσεις. Αλλά αν δεν έχεις που να κοιμηθείς κι είσαι ξένος και φίλος, τότε σου δείχνουν τον πραγματικό τους εαυτό. Δεν έχει, λέει, το νησί νερό.

Για πείτε όμως, ''χριστιανοί, διψάω'' και θα δείτε πόσα γάργαρα ρυάκια θα τρέξουν να δροσίσουν την ψυχή σας. Κι όταν καείς από την ξεραϊλα, όπου δεν έχει φυλλωσιά και θελήσεις να ξαπλώσεις, χιλιάδες χέρια θα σηκωθούν σαν πλατάνια να σε σκιάσουν να δροσιστείς. Έτσι είναι οι Μυκονιάτες. Περίεργοι. Τρελοί. Φιλόξενοι. Τρελοί. Τρελοί από τον αγέρα, που δέρνει το νησί όλον το χρόνο. Ωραίοι όμως τρελοί.



Πως πάει κανείς εφτά χιλιόμετρα με ένα αυτοκίνητο για μπάνιο

«_ Απλό, χρυσό μου, είπα νευριασμένος, είναι μόνο να πας με τα πόδια. ... Δεν είναι όμως καθόλου απλό να πας με αυτοκίνητο.

... Τα αυτοκίνητα είναι όλα κι όλα εννιά και οι άνθρωποι που θέλουν να κάνουν μπάνιο είναι εννιά χιλιάδες.

Εννιά ταξί για εννιά χιλιάδες -χωρίς υπερβολή- ανθρώπους, που θέλουν να πάνε για μπάνιο μεταξύ δέκα με δώδεκα το πρωί...

Ποιοί είναι λοιπόν αυτοί οι τυχεροί μέσα σε τόσους ανθρώπους που θα κάνουν μπάνιο; Δεν είναι ασφαλώς τυχαίοι άνθρωποι. Στη Μύκονο υπάρχει ιεραρχία, παράδοση κι ανιδιοτέλεια. Βάσει αυτών των στοιχείων πρώτοι μπαίνουν στο ταξί οι κουμπάροι των οδηγών.

Δεύτεροι στη σειρά ο γιατρός, ο παπάς κι ο δήμαρχος. Τρίτοι, οι απόγονοι της Μαντώς Μαυρογένους (εννοώ τα παιδιά του Καμπάνη). Τέταρτοι, ο Φούσκης, ο Μπίλης, ο Αποστόλης κι ο Κυριάκος. (Λεβεντόπαιδα και κάνουν ότι θέλουν).

Μετά μπαίνει ο Αντώνης ο μουγκός, που επειδή είναι κουφός δεν ακούει τους άλλους που βρίζουν και ύστερα ο Λάμπρος ο χωροφύλακας. Αυτός διότι είναι εν υπηρεσία, πρέπει να συλλάβει τους γυμνιστές για το «αυτόφωρο», πριν προλάβουν να ντυθούν.




Στην Ψαρρού, πριν το Nammos


Στην Ψαρρού υπάρχουν δύο μαγαζιά. Ή μάλλον ένα μαγαζί και ένα μαγαζάκι.

... Εμείς τραβήξαμε προς το ανηφοράκι πίσω από τις καλαμιές όπου βρισκόταν κρυμμένο το ψαράδικο ταβερνάκι της Καλλιόπης. Καθισμένοι στο σκεπαστό ταρατσάκι είμαστε σε τέτοιο ύψος, ώστε το μάτι μας να περνά πάνω από τις καλαμιές και να βλέπουμε μπροστά μας όλο τον όμορφο κόλπο της Ψαρρούς. Φάτσα μας πάνω στο γκρίζο βράχο τρία τέσσερα κάτασπρα σπίτια με τις μυκονιάτικες καμάρες τους.

... Το τραπέζι στο μεταξύ έμοιαζε σαν ψαράδικος πάγκος. Αχινοί, ποδάρια από καβούρια, αθερινοί, πίνες, και πάνω απ' όλα τα πλοκάμια του χταποδιού που μας πέταξε η Καλλιόπη , καμμένα στα κάρβουνα. Τα μπουκάλια έφευγαν αδειανά και γύριζαν γεμάτα. Ο αέρας της θάλασσας ξέπλενε τα σωθικά μας.

...Άρχισε να σουρουπώνει.

...Πάμε γιαλό γιαλό στα σπίτια μας;

Μέσα στο καϊκι μιγοτραγουδούσαμε ξαπλωμένοι. Μόλις βγήκαμε από τον κάβο ο Αθανάς έσβησε τη μηχανή και το πέλαγο βυθίστηκε στην ησυχία.




Ζούσες με την ανταύγεια του άσπρου τοίχου


Τραβούσα κατά το μπαρ του «Μπίλη». Σοκάκι με σοκάκι, γωνιά με γωνιά, όλα κάτι μου θύμιζαν, όλα γνώριμα και πάντοτε κάτασπρα.

Πιο άσπρα τη νύχτα από τη μέρα. Ακόμα και τότε που σταματούσε η ηλεκτρική τα μεσάνυχτα, πριν έρθει η ΔΕΗ, και το νησί χωνόταν στο σκοτάδι, ακόμα και τότε μέσα στη νύχτα ζούσες με την ανταύγεια του άσπρου τοίχου. Άσε πια όταν είχε φεγγάρι...

Σε κανένα θέατρο του κόσμου κανένας «φωτιστής» δεν μπόρεσε να δώσει ούτε και θα μπορέσει ποτέ τους «φωτισμούς» του φεγγαριού πάνω στη σκοτεινή Μύκονο.

Πολλοί περίεργοι ξέροντας τη ζωή μου μ' έχουν ρωτήσει πολλές φορές: «Ερωτεύτηκες ποτέ σου;» _ «Ναι, τους έχω πει... Τη Μύκονο».




Ο Νόμος είναι γυμνός


«Γδύθηκα λοιπόν κι έπεσα στη θάλασσα.

Κάθε μέρα από τις αρχές του καλοκαιριού και μέχρι το φθινόπωρο, αυτή η παραλία είναι κατοικημένη από 200-300 ανθρώπους , ξένους βέβαια, που απολαμβάνουν πραγματικά τη ζωή και τη φύση.

Λέω κατοικημένοι γιατί οι άνθρωποι αυτοί, νέοι κατά το μεγαλύτερο ποσοστό διαθέτουν τα αντίσκηνά τους και περνούν έτσι τη ζωή τους. Το μικρό Self Service εστιατόριο του Φρέντυ είναι ότι πρέπει για να βρουν φτηνό φαί και μια κρύα μπύρα αυτοί που δεν μαγειρεύουν. Είναι δηλαδή μια ειδική ζωή, απλή ήρεμη, κι ευτυχισμένη.

Εκτός... εκτός κι αν καμιά φορά επέμβει ο Νόμος. Πρέπει να έρθει αθέατος για να είναι αποτελεσματικός. Να σε βουτήξει δηλαδή και να σε πάει στη Σύρο να δικαστείς για το έγκλημα. Μεταμφιέζεται λοιπόν ο Νόμος σε όμοιό σου. Ο Νόμος γυμνώνεται. Γδύνεται. Ο Νόμος όμως δεν μπορεί να τσιτσιδωθεί, διότι ο Νόμος είναι σεμνός. ...

... Τηρεί λοιπόν τα προσχήματα της στοιχειώδους αιδούς. Δηλαδή πρώτον: Φορεί μαγιό.

Διατηρεί πάντοτε τα παπούτσια του, και στην άμμο ακόμη, σκαρπίνια μαύρα, μυτερά, ασορτί με κάλτσα μαύρη «ντέρμπυ».

_Μπρος, «ντρες», βρε, «ντρες»! Ο άλλος κουνά τα χέρια σε αδυναμία. Πως να ντυθεί με χειροπέδες;

... Κάνει λοιπόν την επιθεώρησή του. Πλανάται πάνω από τα ξαπλωμένα κεφάλια, προσέχοντας μη του ξεφύγει σάρκα ακάλυπτη και συγχρόνως διερωτάται που τον κατάλαβαν και σκεπάστηκαν όλοι οι «έκφυλοι».

... Οπότε νάτον σου λέει, τον έπιασα τον κακοηθέστατο! Και πράγμαιτ κάποιος δυστυχής είχε αποκοιμηθεί κάτω από τον ήλιο χωρίς να αντιληφθεί την παρουσία του νόμου.
Με τη μύτη του σκαρπινιού του, που θα μπορούσε να κόψει μερμήγκι στα δύο, σκουντά τον κοιμισμένο.
_ Ε, εσύ βρε, «γιου», εσύ ναι, «γιου», εμπρός «πρίζον».




Καφενείον η Ελλάς

«Το καφενείο του Γιώργη του Κιούκα είναι ένα από τα τελευταία ωραία απομεινάρια αυτού του είδους που καθημερινά πεθαίνει, τελειώνει ή αντικαθίσταται. Αν προσθέσουμε και την τρέλα που δέρνει τον ίδιο τον Κιούκα, το μαγαζί του είναι ένα σπάνιο είδος στις μέρες που ζούμε, κατάλοιπο μιας περασμένης όμορφης εποχής.

Δεν έχει παρά δέκα τραπεζάκια, μαρμάρινα βέβαια, που μόλις αλλάζουν πελάτη τα περνάει ο Γιώργης μ' ένα σφουγγάρι βουτηγμένο στο ξίδι. Συνήθως παίρνουν και τον πελάτη τα ξίδια την ώρα που σφουγγαρίζει, αλλά αυτά για τον Γιώργη είναι λεπτομέρειες.

Ο ίδιος είναι κοντός και χοντρός. Τα παντελόνια του σέρνονται χάμω στις πλάκες, που 'χουν πάντα πριονίδι. Γι' αυτό και συνεχώς κάτω έχουν ένα άσπρο ρεβέρ από πριονίδι.

Τα ντουβάρια του μαγαζιού είναι το πιο αξιόλογο θέαμα εκεί μέσα. Τοίχος δεν φαίνεται πουθενά. Παντού και σ' όλη την επιφάνεια των τεσσάρων ντουβαριών είναι κολλημένα συνθήματα και παντού ανακατεμένα με τους καινούριους σωτήρες του έθνους. Και βλέπεις ανάμεσα στον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα τη φωτογραφία του Μαρκεζίνη σαν αρχηγού των Προοδευτικών. Παραδίπλα είναι η φωτογραφία του βασιλιά Κωνσταντίνου και ακριβώς από πάνω από τα παράσημά του το ναι της Δημοκρατίας.

Πιο κάτω με μεγάλα γράμματα ένα όχι... 28 Οκτωβρίου 1940. Υπογραφή: Ιωάννης Μεταξάς. Δίπλα ανάμεσα στην βασίλισσα Άννα-Μαρία και τον Κωνσταντίνο, με τέσσερις σκουριασμένες πινέζες έχει καρφωθεί ο Ελευθέριος Βενιζέλος.

Ως απαραίτητο δε επιστέγασμα της νεοελληνικής ματαιοδοξίας κρέμεται αποκάτω η Αλίκη Βουγιουκλάκη αγκαλιά με μια μπουκάλα Φιξ. Στο απέναντι ντουβάρι δίπλα κρέμεται ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Γεώργιος Παπανδρέου και από κάτω ο Κούρκουλος σε μια αφίσα της ταινίας «Κατάχρηση εξουσίας». Πάνω απ' όλα, μια βρωμερή μασχάλη που πλένεται με «Ρεξόνα».

Τον απέναντι τοίχο τον σκεπάζει μια τεράστια ταμπέλα «όχι στον κομμουνισμό» και στο ίδιο καρφί με την ταμπέλα κρέμεται μια αφίσα της Κολούμπια με τη φωτογραφία του Θεοδωράκη από τον δίσκο «Το τραγούδι του νεκρού αδερφού».
_ Αυτό το καφενείο είναι όλη η Ελλάδα, γύρισε και μου 'πε σε μια στιγμή η Αλεξάνδρα.





Ένα νησί που δεν υπάρχει πια

Δεν έχει πλέον μείνει ούτε βράχος άχτιστος και το τοπίο στενάζει από την άναρχη δόμηση (όπως καταδεικνύει αυτή η απεικόνιση των αυθαιρέτων). Ήδη από τότε είχε αρχίσει η ανθρώπινη παρέμβαση να κατατρώει τη σάρκα του νησιού.

«Τα τελευταία δύο χρόνια έχουν καταντήσει άγχος.

Όπου υπάρχει παρθένα αμμουδιά, ''τσακ'', «δια μαγείας και εν μια νυκτί» ξεφυτρώνει κάποιο κτίσμα. Το κτίσμα κτίζεται μεν για χοιροστάσιο, αλλά στη συνέχει εξελίσσεται σε εστιατόριο.

Εστιατόριο ίσον ότι εντός ολίγου θα σιαχτεί ο δρόμος και εντός ακόμη πιο ολίγου θα δρομολογηθεί λεωφορείο. Οπότε χαιρετίσματα η φύση, και η ομορφιά του τοπίου.»


http://www.newsonly.gr/article.asp?catid=41487&subid=2&pubid=130374047


Related Posts:

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου